- μετακάρπιος
- ος, ο[ν] анат. пястный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μετακάρπιος — α, ο (Α μετακάρπιος, ον) το ουδ. ως ουσ. το μετακάρπιο(ν) το τμήμα τού σκελετού τού χεριού που βρίσκεται μεταξύ τού καρπού και τών δακτύλων νεοελλ. αυτός που βρίσκεται μεταξύ τού καρπού και τών δακτύλων τού χεριού («μετακάρπια οστά» πέντε οστά… … Dictionary of Greek
μετ(α)- — και μεθ και ματα (ΑM μετ[α] , Α και μεται και πεδα ) α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στην πρόθεση / προρρηματικό μετά. Εμφανίζεται και με τη μορφή μεθ όταν το φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται (πρβλ. μεθ εόρτια, μεθ… … Dictionary of Greek
μετακάρπιο — Τμήμα του σκελετού του άκρου χεριού, που βρίσκεται ανάμεσα στα οστά του καρπού και στις φάλαγγες. Αποτελείται από τα πέντε μετακαρπικά οστά, τα οποία αρθρώνονται, κεντρικά μεν με τα οστά του δεύτερου στοίχου του καρπού, περιφερειακά δε με τις… … Dictionary of Greek